τεταμένας — τεταμένᾱς , τείνω stretch perf part mp fem acc pl τεταμένᾱς , τείνω stretch perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεταμέναν — τεταμένᾱν , τείνω stretch perf part mp fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκάλη — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 206 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νηλέως. * * * η (Α ἀγκάλη) 1. ο χώρος εν είδει κόλπου, που σχηματίζεται ανάμεσα στο στήθος τού ανθρώπου και στα χέρια του,… … Dictionary of Greek
πτύχωση — (Γεωλ.). Στη γεωλογία είναι το φαινόμενο κατά το οποίο τα στρώματα των πετρωμάτων, υποκείμενα σε σύνθετες δυνάμεις, οι οποίες αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια των μεγάλων ορογενετικών κινήσεων του γήινου φλοιού, ανυψώνονται και πτυχώνονται,… … Dictionary of Greek
τάδην — Α επίρρ. τεταμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τα τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. τείνω (πρβλ. τά σις) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην)] … Dictionary of Greek
τελεφερίκ — (télépherique). Σύστημα εναέριας μεταφοράς ατόμων με σχοινιά. Οι τροχιές του τ. ή σχοινόδρομου, αποτελούνται από δύο συρματόσχοινα, ένα για κάθε διαδρομή. Τα οχήματα είναι μικροί ξύλινοι ή μεταλλικοί θάλαμοι, με συρόμενες θύρες και μεγάλα… … Dictionary of Greek
σαρκοφάγα — Τάξη αρπακτικών θηλαστικών που κυρίως τρέφονται με κρέας. Τα σ., που είναι διαδομένα σε όλη την υδρόγειο, σε πολύ διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος, αν και διαφέρουν κατά τις διαστάσεις και τις μορφές, έχουν κοινά μερικά κύρια χαρακτηριστικά. Η … Dictionary of Greek
τεταμέναι — τείνω stretch perf part mp fem nom/voc pl τεταμένᾱͅ , τείνω stretch perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)